τρωξαλλίς

τρωξαλλίς
τρωξαλλίς, ίδος, ,
A grasshopper or locust, Alex.15.12;

ἀκρὶς τ. Dsc.2.52

; troxallis (v.l. trixallis, etc.), Plin.HN30.117; τρωξαλλίς (also τριξελλας, τοξαλλίς) = grillus, Gloss.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • τρωξαλλίς — grasshopper fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τρωξαλλίς — ίδος, ἡ, Α βλ. τρωξαλλίδα …   Dictionary of Greek

  • τρωξαλλίδα — τρωξαλλίς grasshopper fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τρωξαλλίδας — τρωξαλλίς grasshopper fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τρωξαλλίδες — τρωξαλλίς grasshopper fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τοξαλλίς — ίδος, ἡ, Α τρωξαλλίς*. [ΕΤΥΜΟΛ. Αλλος τ. τού τρωξαλλίς* «ακρίδα», κατ επίδραση τού τόξον] …   Dictionary of Greek

  • τρωξαλλίδα — η / τρωξαλλίς, ίδος, ΝΑ είδος ακρίδας που, κατά την αρχαία παράδοση, έτρωγε τα λάχανα. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τρωξ τού ρ. τρώγω* (πρβλ. μέλλ. τρώξ ομαι) + υποκορ. κατάλ. αλλίς (πρβλ. πυρ αλλίς)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”